Πριάπου

Πριάπου
Πριά̱που , Πρίαπος
Priapus
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πρίαπος — I Ελληνική θεότητα από τη Λάμψακο της Μικράς Ασίας. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Διονύσου και της Αφροδίτης, και γι’ αυτό του αποδίδουν διονυσιακούς και αφροδισιακούς χαρακτήρες, δηλαδή ερωτικόοργιαστικούς· κατά τον ίδιο τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • ονολάτρες — Χαρακτηρισμός τον οποίο δίνανε οι εθνικοί στους Εβραίους. Τον ίδιο χαρακτηρισμό δίνανε αργότερα και στους χριστιανούς. Σε μουσείο της Ρώμης υπάρχει τοιχογραφία, που παρουσιάζει έναν στρατιώτη σε λατρευτική στάση μπροστά σε ένα σταυρωμένο γάιδαρο… …   Dictionary of Greek

  • Ορθάννης — Ὀρθάννης και Ὀρθάνης και Ὀρθαγένης και Ὀρθάγης, ὁ (Α) είδος δαίμονα που είχε τα χαρακτηριστικά τού Πριάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ανθρωπωνύμιο Ὀρθ άνη ς προέρχεται από το επίθ. ὀρθός με την κατάλ. άνη ς, που απαντά και στο Ἐργ άνη (< ἔργον). Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • Τύχων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε επίσκοπος της Αμαθούντας της Κύπρου και διακρίθηκε για την αρετή του. Η μνήμη του τιμάται στις 16 Ιουνίου. * * * ωνος, ὁ, Α 1. προσωνυμία τού Ερμού 2. προσωνυμία τού Πριάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυχ τού …   Dictionary of Greek

  • ιθύφαλλος — Ομοίωμα του ανδρικού γεννητικού μορίου, που έφεραν οι θιασώτες στα Μεγάλα Διονύσια ως σύμβολο της γονιμότητας και της αναπαραγωγής και ως ευχή για τον πολλαπλασιασμό των κατοίκων της πόλης. Στη γιορτή των Θεσμοφορίων, κατά την τέλεση δημόσιων… …   Dictionary of Greek

  • κλεπτομάστιξ — κλεπτομάστιξ, ιγος, ὁ, ἡ (Α) επιγρ. (επίθ. τού Πριάπου) μάστιγα τών κλεφτών, τιμωρός τών κλεφτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + μάστιξ] …   Dictionary of Greek

  • κορυνηφόρος — ο (Α κορυνηφόρος και κορυνοφόρος, ον) αυτός που φέρει κορύνη, ροπαλοφόρος αρχ. 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κορυνηφόροι α) οι ροπαλοφόροι σωματοφύλακες τού Πεισιστράτου β) χωρικοί ημιδουλοπάροικοι, προδωρικής καταγωγής, που υπηρετούσαν στη… …   Dictionary of Greek

  • λιμενορμίτης — και λιμενίτας, ου, ὁ (Α) (επίκληση τού Πριάπου) ο θεός τών λιμανιών και τών όρμων, αυτός που οδηγεί προς τα λιμάνια και τους όρμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, ένος + ὁρμίτης (< ὅρμος)] …   Dictionary of Greek

  • πριαπίδιον — τὸ, Α μικρή εικόνα τού Πριάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πρίαπος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. θραν ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • πριαπισταί — οἱ, Α [πριαπίζω] οι λάτρεις τού Πριάπου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”